ενδοστόμιο

ενδοστόμιο
το
1. άνοιγμα που αφήνει η σεκοντίνη στην κορυφή τής σπερματικής βλάστης
2. το σύνολο τών εσωτερικών οδόντων τού περιστομίου τής σποριόκαψας τών βρύων
3. εσωτρικό τμήμα τού σπέρματος στο επίπεδο τής μικροπύλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”